owe - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

owe - translation to Αγγλικά

FAMILY NAME

owe         
  • Screenshot of Android Wi-Fi configuration with the Security set to "Enhanced Open"
EXTENSION TO IEEE 802.11 (WI-FI)
OWE
(v.) = deber
Ex: DOBIS/LIBIS can then tell which borrowers owe the library money.
----
* owe + fine = deber una multa
owe         
  • Screenshot of Android Wi-Fi configuration with the Security set to "Enhanced Open"
EXTENSION TO IEEE 802.11 (WI-FI)
OWE
deber
owe         
  • Screenshot of Android Wi-Fi configuration with the Security set to "Enhanced Open"
EXTENSION TO IEEE 802.11 (WI-FI)
OWE
deber

Ορισμός

owe
v. a.
1.
Be indebted to, be bound to pay.
2.
Be obliged to ascribe to, be obliged for, have to attribute to.
3.
Be due, be owing.

Βικιπαίδεια

Owe

Owe is a surname or given name, a spelling variation of Ove. Notable people with the name include:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για owe
1. "We owe our fallen soldiers and their families answers; we owe them accountability," he said.
2. "We owe the American military better, and we owe the American people better," said Ms Albright.
3. We owe it to our children and together we owe it to the future.
4. "The word ‘credit‘ means you owe something to somebody and I don‘t want to owe anybody anything," he continues.
5. The universe doesn‘t owe us condolence or consolation; it doesn‘t owe us a nice warm feeling inside.